- κορυζας
- κορυζᾶς-ᾶ ὅ страдающий сильным насморком Men.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κορυζάς — κορυζᾱς, ᾱ, ὁ (Α) αυτός που πάσχει από δυνατό συνάχι, μυξιάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρυζα + κατάλ. άς τής λαϊκής αρχαίας γλώσσας (πρβλ. λαχαν άς, φαγ άς)] … Dictionary of Greek
κορύζας — κορύζᾱς , κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem acc pl κορύζᾱς , κόρυζα mucous discharge from the nostrils fem gen sg (doric aeolic) κορύζᾱς , κορυζάω have a catarrh imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κορυζᾶις — κορυζᾷς , κορυζάω have a catarrh pres subj act 2nd sg κορυζᾷς , κορυζάω have a catarrh pres ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-άδες — (I) κατάλ. πληθ. αρσεν. ουσ. σε ας και ης, π.χ. παπάς παπ άδες, ψάλτης ψαλτ άδες, φαγάς φαγ άδες, μαθητής μαθητ άδες κ.ά. Η κατάλ. αρχικά χρησιμοποιήθηκε αντί τής κατάλ. ες σε ονόματα που τελείωναν σε ας, αργότερα δε επεκτάθηκε και στα λήγοντα σε … Dictionary of Greek
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
κόρυζα — Καταρροϊκή πάθηση της μύτης, που είναι ιδιαίτερα συχνή στον άνθρωπο στην αρχή του χειμώνα και της άνοιξης, όταν ο καιρός είναι υγρός. Η κ. είναι φλεγμονή του βλεννογόνου της μύτης και συνήθως στην έναρξή της συνοδεύεται από ελαφρύ πυρετό,… … Dictionary of Greek
νοτιάς — (I) ο 1. νότιος άνεμος 2. υγρός καιρός 3. ο νότος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού ουσ. νοτιά, η, με αλλαγή γένους, κατά το βοριάς]. (II) νοτιάς, ἡ (Μ) αρρώστια που προσβάλλει τα πουλιά, είδος κόρυζας. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από συμφυρμό… … Dictionary of Greek
στηθοκόρυζα — ἡ, Μ είδος κόρυζας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στῆθος + κόρυζα] … Dictionary of Greek